Μονάδες Μέτρησης Οστικής Πυκνότητας

H οστεοπόρωση είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από διαταραχή στην ποσότητα και την αρχιτεκτονική δομή του οστίτη ιστού με αποτέλεσμα ελαττωμένη σκελετική αντοχή και αυξημένη ευπάθεια στα κατάγματα. Τα πιο συνηθισμένα και σημαντικά οστεοπορωτικά κατάγματα συμβαίνουν στο ισχίο, τη σπονδυλική στήλη και το αντιβράχιο. Ο κίνδυνος για οποιοδήποτε από τα τρία αυτά κατάγματα κατά τη διάρκεια της ζωής είναι 39,7% για λευκές γυναίκες μεγαλύτερες των 50 ετών και 13,1% για λευκούς άνδρες της ίδιας ηλικίας. H οστεοπόρωση μπορεί να προληφθεί και να θεραπευθεί, παρ’όλα αυτά πολλοί ασθενείς με οστεοπόρωση παραμένουν χωρίς διάγνωση και θεραπεία. Προσβάλλει κυρίως τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αλλά η ύπαρξη οστεοπόρωσης στους άνδρες αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο.

Πριν την έναρξη των καταγμάτων, η οστεοπόρωση μπορεί να διαγνωσθεί με μη επεμβατικές μεθόδους, όπως η μέτρηση της Οστικής Πυκνότητας σε διάφορα σημεία με την μέθοδο DXA (Dual Energy X-ray Absorptiometry). Η Βιοϊατρική διαθέτει τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα μέτρησης Οστικής Πυκνότητας, όπως τα Lunar Prodigy. Τα μηχανήματα Prodigy έχουν προηγμένη τεχνολογία «fan-beam», με αποτέλεσμα να είναι γρήγορα, να εκπέμπουν πολύ χαμηλή ακτινοβολία και να δίνουν εξαιρετική ποιότητα εικόνας. Η εφαρμογή των μετρήσεων οστικής πυκνότητας γίνεται στη σπονδυλική στήλη, στα ισχία (καθένα ξεχωριστά και συγκριτική ανάλυση και των δύο ισχίων), στο αντιβράχιο και σε όλο το σώμα.

Η ολόσωμη εξέταση, εκτός της οστικής πυκνότητας, παρέχει τη δυνατότητα ανάλυσης της σωματικής σύστασης μέσω της μέτρησης της μάζας λίπους, της μυϊκής και οστικής μάζα σε γραμμάρια για όλο το σώμα, αλλά και για επιμέρους περιοχές του σώματος. Το ποσό του λίπους δίνεται και σε ποσοστιαία αναλογία. Οι μετρήσεις αυτές είναι εξαιρετικά αναπαράξιμες, γεγονός που τις κάνει κατάλληλες για παρακολούθηση φαρμακευτικής θεραπείας, προγραμμάτων δίαιτας και ασκήσεων, αθλητικών δραστηριοτήτων και άλλων προγραμμάτων αλλαγής της σωματικής σύστασης. Η μέθοδος είναι γρήγορη, μη επεμβατική, και εκθέτει τον εξεταζόμενο σε ελάχιστη ακτινοβολία. Ακόμα, με υψηλής ευκρίνειας πλάγιες λήψεις της σπονδυλικής στήλης επιτυγχάνεται η μορφομετρία των σπονδύλων και είναι δυνατή η διάγνωση σπονδυλικών καταγμάτων, αποφεύγοντας έτσι την περαιτέρω ακτινοβολία των κλασικών ακτινολογικών μεθόδων. Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα και κλινικές παρατηρήσεις συνηγορούν στο ότι πλην της οστικής πυκνότητας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ποιότητα του οστού.

Η αντοχή του οστού εξαρτάται από ποσοτικές και δομικές παραμέτρους, καθώς και από τις ιδιότητες του υλικού του οστού, οι οποίες επηρεάζονται από το ρυθμό οστικής ανακατασκευής. Οι βιοχημικοί δείκτες του οστικού μεταβολισμού (Bone Markers) αντανακλούν την οστική παραγωγή και την οστική απορρόφηση και μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση του ρυθμού της οστικής απώλειας στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Οι δείκτες αυτοί μεταβάλλονται ευρέως κατά τα αρχικά στάδια της θεραπείας. Μετρήσεις των βιοχημικών δεικτών του οστικού μεταβολισμού πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας επιτρέπουν την παρακολούθηση της θεραπευτικής απάντησης.

Επιπρόσθετα, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιπτώσεις καταγμάτων και εκφυλιστικών αλλοιώσεων της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, όπου η μέτρηση της οστικής πυκνότητας της σπονδυλικής στήλης δεν μπορεί να αξιολογηθεί.